καναχηδά

καναχηδά
κᾰνᾰχ-ηδά, Adv.
A with a loud noise,

ποταμοὶ καναχηδὰ ῥέοντες Hes.Th.367

, cf. A.R.3.71, Call.Del.45; of flutes, v. μίτρα.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καναχηδά — with a loud noise indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καναχηδής — καναχηδής, ές (Α) [καναχή] καναχής*. επίρρ... καναχηδά και καναχηδόν (Α) 1. με ισχυρό κρότο, με θόρυβο, με ήχο δυνατό 2. φρ. «Λυδία μίτρα καναχηδά πεποικιλμένα» λύδιο άσμα που συνοδεύεται από μουσικά όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα επίρρ. καναχη δά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”